- παχυκάρδιος
- πᾰχυ-κάρδιος, ον,A = βαρυκάρδιος, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχυκάρδιος — ον, Α ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
παχυκάρδιοι — παχυκάρδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
ԹԱՆՁՐԱՍԻՐՏ — (սրտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. παχυκάρδιος, παχύτερος Խստասիրտ. ծանրասիրտ. թանձրամիտ. *Ուսանիցին թանձրասիրտքն անհանճարքն: Թանձրասրտացն, որ միշտ յերկիր եւեթ հայէին. Ոսկ. ես.: *Տեսիլս ահագին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)